- συνεταιρίζω
- συνεταιρ-ίζω,A make another one's companion, Aq.Ps.107(108).10 ([voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεταιρίζω — Α βλ. συνεταιρίζομαι … Dictionary of Greek
συνεταιρισθήσομαι — συνεταιρίζω make fut ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεταιρίζεται — συνεταιρίζω make pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεταιρίζομαι — ΝΜ και ενεργ. τ. συνεταιρίζω Α [συνέταιρος] νεοελλ. 1. συνιστώ εταιρεία ή συνεταιρισμό με άλλον ή με άλλους 2. φρ. «δικαίωμα [ή ελευθερία] τού συνεταιρίζεσθαι» (νομ.) συνταγματικώς κατοχυρωμένο θεμελιώδες συλλογικό δικαίωμα, βάσει τού οποίου κάθε … Dictionary of Greek